Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

ΟΔΟΣ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΟΥ

Σε αυτήν τη φωτογραφία «περπατάω» ακόμη. Οδός Κουντουριώτου. Αριστερά, «κατεβαίνει» η Γραβιάς. Σ’ αυτήν τη γωνία είχε το πρώτο του εργαστήριο ο πατέρας μου. Εγώ, του Δημοτικού. Τα καλοκαίρια καθόμουν ώρες μπροστά στη μικρή βιτρίνα και χάζευα τον κόσμο, τα άλογα που έσερ- ναν τα κάρα πάνω στους κυβόλιθους, τα λιγοστά αυτοκίνητα… Λίγα χρόνια πριν τη δικτατορία.

 Η οδός Κουντουριώτου, έτσι όπως τη βλέπουμε από τις Καμάρες και τα παλιά Δικαστήρια. Με τα λαϊκά μαγαζιά ένδυσης του κυρίου Τάκη και του Λευτέρη και τις νεοφερμένες μάλτες κρεμασμένες πάνω στα μισάνοιχτα κιοπένκια. Με το εστιατόριο του Μήτσου πιο κάτω και τη γιαγιά μου την Ελένη, λαντσιέρισσα εκεί χειμώνα – καλοκαίρι να συμπληρώνει τα ένσημα του ΙΚΑ. Πελάτες του, ταξιδιώτες από τη Θάσο, καραβομαραγκοί, λιμενεργάτες, φαντάροι… Στα εστιατόρια που τρων τα συνεργεία.

Στην ίδια σειρά, το ζαχαροπλαστείο του Άγγελου. Τι μπουγάτσα, Θεέ μου. Και τι λουκουμάδες. Και μια παριζιάνα να σου τρέχουν τα σάλια. Σε ένα στενάκι, χωμένο το μυθικό μαγαζί του Αθανασίου. Φύλλα κρούστας μαζί με τις αλησμόνητες «κλωστές» για το κανταΐφι των Χριστουγέννων. Απέναντι, το φωτογραφείο του Μανώλη, λίγο πιο πάνω το χασάπικο του Κουτσούκιωστα και κάπου εκεί τα υαλικά του Κακουλίδη…

Σε αυτόν το δρόμο είδα τους ναύτες του 6ου Αμερικανικού Στόλου. Είδα νέγρους για πρώτη φορά και σαν να σιάστικα, αλλά αυτοί, περπατούσαν λες και χόρευαν και μόνο χαμογελούσαν, επιδεικνύοντας τις ολόλευκες οδοντοστοιχίες τους. Εδώ είδα και εκείνη τη γυναίκα που την χαιρετούσαν και την αγαπούσαν όλοι. Ζουμερή, πρόσχαρη, λεβέντισσα, τσαχπίνα. Η Κατινάρα των πάντων. Μια μέρα την είπα «θεία» κι αυτή με πήρε και με κέρασε κοκ.

Στα στενά της πεζοδρόμια ανακατεύονταν οι μυρωδιές των καπνεργατών και των ψαράδων. Οι μυρωδιές της πόλης. Και η φτώχια. Και η περηφάνια. Και οι καημοί. Τα βάσανα και τα μεράκια αντάμα… Και οι χαφιέδες. Πάνω – κάτω…

Ένα πρωί, πέρασε ο δήμαρχος Ευαγγελίου και έφερε μαζί του το κακό μαντάτο. Την γκρεμίζουμε την Κουντουριώτου, είπε, και σάστισαν οι μαγαζάτορες. Κι αν κάτι πήγε να ακουστεί, έσβησε μέσα στο άγριο βλέμμα των ασφαλιτών και των χωροφυλάκων. Προθεσμία τριάντα ημέρες μόνο και μαράζωσαν όλοι. Τελείωσαν όλα.

Σε ένα μήνα έπιασαν δουλειά οι μπουλντόζες, ήρθαν οι φαγάνες, τα φορτηγά, οι εργάτες. Δεν έμεινε τίποτε όρθιο. Η χούντα έμπαινε για τα καλά…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου