Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013


Ο τόπος μου; Τέλειο σκηνικό, άθλια παράσταση!

Το είχε πει από τότε ο Γιάννης Τσαρούχης, αλλά εσύ ήλπιζες: έστω και με το «σκηνικό» μόνο, θα βρίσκω τρόπους για να πορευτώ. Και το έλεγες με επιμονή και πίστη: πίσω από τους «αναπτυξιακούς» και «τουριστικούς» ρύπους, θα υπάρχει πάντα μια αγκαλιά άφθαρτης γης. Ένα μυστικό πέρασμα των προγόνων μου. Μια πατημασιά. Ένα σημάδι ανόθευτο. Η  Αρχαία Σκουριά τους. Και ‘κείνα τα λεπτά ονόματα που σκάλιζαν οι νέοι στο υπομονετικό πεύκο, λίγο πριν πέσουν στην αιώνια θάλασσα… Μπορεί και να «άκουγες» ακόμη τους μύθους των βράχων. Τον ψίθυρο των τελευταίων ανταρτών. Ένα θρόισμα από τα παλιά ξωτικά…

Μου αρκεί λίγη Μνήμη… Αυτό είπες και αποτραβήχτηκες ήσυχος στα λημέρια της.

Ο τόπος σου τώρα, πληγή ανοιχτή στη γεωγραφία. Ανάμεσα «κέρδους» και ασχήμιας. Ανέγερσης και λεηλασίας. Ασέβειας και καταπάτησης. Καμία ιερότητα πια. Καμία συστολή. Αγνώριστα όλα. Και ισοπεδωμένα. Ποικιλία καμιά. Παραδοθήκαμε άοπλοι στην ομοιομορφία και την προχειρότητα. Στο «κοινό γούστο». Στην αγυρτεία. Στην αμορφωσιά. Στο νεοελληνικό ξεφάντωμα…

Δε νοσταλγώ. Θυμώνω. Κι ας ξέρω ότι δεν είναι «καλός οδηγός» ετούτος ο θυμός. Ότι με σμπαραλιάζει, με αγριεύει, με ταλαιπωρεί. Μα δεν μπορώ αλλιώς. Όλα γύρω μου «φωνάζουν» κατάρρευση. Το τοπίο, οι συμπεριφορές, οι σχέσεις… Οι άνθρωποι. Οι «χθεσινοί άλλοι»!

Αυτοί πρώτοι.

Παρέλαβαν έναν τόπο που μοσχοβολούσε από την αγιότητα του μέτρου, του λιτού και της σεμνότητας και εκσπερμάτισαν επάνω του όλα τα απωθημένα της πανάρχαιας φτώχιας τους. Έχτισαν, μπάζωσαν, παρανόμησαν και ασχημόνησαν ασύστολα στα πατρικά χώματα. Εκμεταλλεύτηκαν όλες τις «τρύπες» της πολιτικής. Έγλειψαν ανίκανους και αγράμματους κοινοτάρχες. Έγιναν φερέφωνα ανόητων και ημιμαθών βουλευτών. Κολαούζοι και υποστηρικτές ατάλαντων και άξεστων δημάρχων. Όμοιοι, ομοίων στις συναναστροφές της τσαπατσουλιάς, του ατομικισμού, της αρπαγής, της ατσαλοσύνης. Μιας νέας βαρβαρότητας που έσκαψε, ύπουλα και μεθοδικά, θεμέλια αιώνων ομορφιάς και αυτογνωσίας.

Με αυτούς πορεύτηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια η νήσος Θάσος. Με αυτούς καρποφόρησε το κενό της συλλογικής της συνείδησης. Ο αισθητικός της μαρασμός και η φυσική της καταστροφή. Νικημένοι από την εφήμερη ευμάρεια, τον αλλόκοτο πλουτισμό και τον σπάταλο βίο, ήταν αδύνατο να καθίσουν και να αφουγκραστούν τον σπαραγμό από τις τρύπες των λατομείων της, τη βαθιά βουή των μεταλλείων της, τον ανήσυχο φλοίσβο των μικρών της ναυπηγείων, τα άυπνα χορικά από τις ξεχασμένες και έρημες αρχαιότητές της…

Και κάπως έτσι «άδειασε» από την Ιστορία της. Τα χειρότερα έπονται…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου