Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

ΔΗΜΟΣ - ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΛΕΣΧΗ



Η λειτουργία μίας αμιγώς κινηματογραφικής αίθουσας, προϋποθέτει εκ προοιμίου το αυτονόητο: την προβολή ταινιών μέσα σε αυτήν και, ει δυνατόν, αυτών που παράγει η τρέχουσα κινηματογραφική χρονιά.

Με δεδομένη την ύπαρξη ενός καθ’ όλα αξιοπρεπούς κινηματογράφου, ο Δήμος Καβάλας (ως ενοικιαστής και διαχειριστής του ΟΣΚΑΡ), αδυνατεί να συλλάβει την αναγκαιότητα ύπαρξης μιας ζωντανής (πρωτίστως δε νεανικής) κοιτίδας πολιτισμού υπό μορφή τοπικής «κοινότητας σινεφίλ». Και σκεφτείτε πόσο σημαντική θα είναι μία τέτοια πρωτοβουλία, όταν καταφέρει και «συντονιστεί» με τις ιστορικές και αισθητικές αναφορές της Κινηματογραφικής Λέσχης του Συνδέσμου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών. Και τις «ένδοξες» νύχτες της.

Αντ’ αυτού, ο Δήμος Καβάλας, περιορίζει τα γεγονότα της αίθουσας σε παροδικές εκδηλώσεις συλλόγων και φορέων, ικανές μεν να την «ξαραχνιάζουν» από την κλεισούρα, ανίκανες όμως να διευρύνουν τους λειτουργικούς της ορίζοντες. Εξαιρουμένων των ρεσιτάλ του Δημοτικού Ωδείου (αν και πιστεύω ότι αδικούνται κατάφωρα από το αχανές και την ακουστική του χώρου), οι υπόλοιπες δραστηριότητες, απλά συντηρούν την εικόνα μιας φτωχής, πλην τίμιας… επαρχίας.

Τα σκεφτόμουν όλα αυτά, παρακολουθώντας σε μία από τις πολλές και τελευταία ανθούσες «κοινωνικές κολεκτίβες» της πόλης, (που στις «οικογενειακές» τους συναθροίσεις, εκτός των άλλων, προβάλουν εξαιρετικά και «ολόφρεσκα» φιλμ), την καινούρια και για άλλη μια φορά εξαιρετική ταινία του  Κεν Λόουτς, Το Μερίδιο των Αγγέλων.

Μετατρέποντας την ανάγκη σε φιλοτιμία, και ως άλλοι «πιονέροι του πολιτισμού», οι άνθρωποι αυτών των συλλογικοτήτων, υπερβάλλουν εαυτούς για να «αντισταθούν» στον ολοκληρωτισμό της «οικιακής οθόνης» και τις ισοπεδωτικές (ενίοτε και κατευθυνόμενες) επιλογές της εμπορικής διανομής. Με το μόνο όπλο που τους έχει απομείνει: την αγάπη τους για το σινεμά.

Και αντί ο Δήμος να αξιοποιήσει «μέχρι τελευταίας ρανίδας» όλο αυτό το ανθρώπινο (και τα μάλα… έμ-ψυχο) δυναμικό «στήνοντας» έναν κινηματογράφο – πρότυπο για τους πολίτες του, παραμένει (ένοχα) απαθής και αδιάφορος.

Είμαι σίγουρος πως θα βρεθούν αρκετοί που θα επικαλεστούν την οικονομική κρίση για να προβάλουν τις αντιρρήσεις τους σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Βολικό «σενάριο» για όσους δεν θέλουν να… ζυμώσουν. Και βαθειά απολίτικο αν σκεφτούμε ότι η τέχνη (ιδίως όμως ο κινηματογράφος) είναι η μόνη λυτρωτική απάντηση απέναντι στην συλλογική μας κατάθλιψη και τον ατομικό μας απομονωτισμό. Και ενδεχομένως ένα υπέροχο και διαρκές «μάθημα αυτογνωσίας» για όσους θελήσουν να σκάψουν βαθειά στα «θεμέλια» της γνώσης, της ομορφιάς και της… ουτοπίας. Και ίσως εκεί να βρουν και το πώς οικοδομήθηκε το... αυθαίρετον της κρίσης.


Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Ο "ΠΟΙΗΤΗΣ" ΜΠΟΓΔΑΝΟΣ



Αναρωτιέμαι ακόμη: γιατί αυτός ο θόρυβος στο διαδίκτυο, για τον «ποιητή»  Κωνσταντίνο Μπογδάνο. Ούτε ο πρώτος είναι που προκύπτει στο «κλαμπ των προχείρων», ούτε (δυστυχώς) και ο τελευταίος. Και ποτέ οι καιροί δεν έπαψαν να γεννούν τους δικούς τους «Μπογδάνους». Η λογοτεχνία (και κυρίως η ζωγραφικής), δεν «έμεινε» στιγμή από γραφικούς, από ατάλαντους, από επηρμένους και από… θρασίμια. Και σας το εγγυώμαι. Δεν θα μας «μείνει» και ποτέ. Όσες κριτικές κι αν γραφούν, όσα αναθέματα κι αν πέσουν. Και όση απαξίωση. Νομοτελειακώς και εκ παραδόσεως, οι «ποιητάδες του είδους», θα «κυκλοφορούν λυτοί» ανάμεσά μας. Στη «ασφάλεια» του συναμφότερου.

Αναρωτιέμαι λοιπόν. Διότι, λόγιες κουτουράδες ωσάν το: Σιγανό της αγάπης μας γλύκισμα, Τρυφερό ποιητών το απάνθισμα… έχω «αντιμετωπίσει» δεκάδες φορές ως αναγνώστης. Και συνήθως, η πρώτη αντίδραση είναι το γέλιο και η καζούρα.  Πολλές φορές δε, και όταν και η παρέα έχει κέφια, «ρίχνουμε» και καμία απαγγελία για το έθιμο. Ψυχοθεραπευτικό πέρα για πέρα και σας το συνιστώ.

Τι είναι τελικά αυτό που κάνει σήμερα την «ποίηση» του Κωνσταντίνου Μπογδάνου, «θέμα»; Προφανώς όχι οι  Στερεότεροι φθόγγοι, του τέλους, Στολισμοί ενός κόσμου απροσμάχητου… Ούτε βεβαίως οι «επί τούτου» προκλήσεις των τίτλων. Επί παραδείγματι, το Αισχύλος Στο Χείλος, θα μπορούσε να είναι και επιθεωρησιακό μότο σε μια ποπ – αρτ εκδοχή του Δελφινάριου. Το δε Όταν Έκλασε Ο Νερούντα γειτνιάζει τόσο με τα στιχουργήματα του Σεφερλή, που αυτοακυρώνεται στην στιγμή.

Ο Μπογδάνος έγινε «θέμα» (ή και θύμα μαζί), γιατί η «ποίησή» του ταυτίστηκε  με τον «δημόσιο μύθο» του. Με την εικόνα που απλόχερα (και εθιστικά) του παρέχει μία εβδομαδιαία δημοσιογραφική εκπομπή. Ένα εφήμερο τοκ σόου στην ανυπόληπτη τηλεόραση. Πράξη εκ προοιμίου αντι – ποιητική, αλλά, φευ, ιδιαίτερα ικανή για να του ανοίξει τους δια – δρόμους των (κρυφών) επιθυμιών του.

Κι έπειτα, ο «δημοσιογράφος» Μπογδάνος, δεν είναι μία τυπική «περίπτωση παπαγαλίας». Δεν είναι «άλλος ένας» απόφοιτος των «σχολών δημοσιογραφίας».  Είναι ένα πρόσωπο που παραπέμπει ευθέως σε «επιτήδειο κομπογιαννίτη». Η αφηγηματική του καρικατούρα, το επαγγελματικό του φρόνημα και η ρηχή του αυτοπεποίθηση, θα προδίδουν συνεχώς το ακαλλιέργητο και την αμορφωσιά του. Ταυτόχρονα, η επικοινωνιακή του λαθροχειρία θα εδραιώνει και το αγεφύρωτο με την ποίηση

Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος δεν είναι από αυτούς τους «ποιητές» που καμιά φορά μπορείς να τους δεις και με επιείκεια. Να συμβιβαστείς με τη «αρρώστια» τους. Ή και με την «αθωότητά» τους. Γιατί όχι. Ο Μπογδάνος «βαράει αλλού». Εκπέμπει τσογλανιά. Είναι ένας αναιδέστατος νεαρός που έκανε την μετριότητα επάγγελμα. Δεν είναι ο μόνος. Απλά αυτός θέλησε να γίνει και ποιητής. Και εκεί έγινε… σούργελο. Ποιο πολύ και από εκείνη την βραδιά που τον «πάτησε» ο μπουρδελοφύρερ στο Ευθέως.

Υ.Γ.
Αυτό που έμεινε στα «παρασκήνια του θορύβου» και δεν αξιολογήθηκε τόσο όσο του έπρεπε και του αναλογούσε, είναι το γεγονός της συμμετοχής του Κώστα Γεωργουσόπουλο στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Μπογδάνου. Και μάλιστα ως ένας από τους… αναλυτές της. Και ήταν αυτός που θα της έδινε και το στίγμα της «δύσκολης ποίησης». Λογικό. Ποιος νογάει διαβάζοντας: Ακόμα αναπνέει, καυτός συνεαυτός αργόμισθος, Ξενοφερμένος ενδοβαλτός, ώσπου να σβήσει στο φλογώδες άηχο… Ίσως μόνο ο Στέλιος Ράμφος.

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Πρωτοβουλία Χριστιανών κατά του Εθνοφυλετισμού, του Νεοναζισμού και του Νεοφασισμού.




Η ορθοδοξία τότες ήτανε σαν και κείνη τη μάνα τη βασανισμένη, που την πονάνε τα παιδιά της πιότερο, παρά σαν είναι καλοπερασμένη. Αγάπη αληθινή είναι μονάχα κείνη πούνε πονεμένη αγάπη, απάνου σε τέτοιαν αγάπη θεμέλιωσε ο Χριστός τη γλυκιά την πίστη του...
                                                     Φώτης Κόντογλου

Καιρό τώρα, στον διαδικτυακό τόπο του Facebook, δραστηριοποιείται μία ομάδα ενεργών και «υποψιασμένων» πολιτών με την επωνυμία Πρωτοβουλία Χριστιανών κατά του Εθνοφυλετισμού, του Νεοναζισμού και του Νεοφασισμού. Με απόψεις και προβληματισμούς που «σπάνε» την σιωπή του «ποιμνίου», οι συμμετέχοντες στην πολυπληθή (και εντόνως… κινηματική) ομάδα, ανοίγουν έναν συνεχή και ενδιαφέροντα διάλογο ανάμεσα στους Χριστιανούς, με επίκεντρο την αντίθεση τους στα καθημερινά κρούσματα εκφασισμού της κοινωνίας και πάντα υπό το πρίσμα μιας θεολογικής κατάδειξης του φαινομένου. Τόλμημα μέγα, με «ειδικό βάρος» και σημαίνουσες προεκτάσεις. Ειδικά στις μέρες μας που ο «κοινός μας βίος» δοκιμάζεται συνεχώς και ποικιλοτρόπως.

Αποφεύγοντας με σαφήνεια (και «αγαπητική αυστηρότητα») την «ιδεολογιοποίηση» των απόψεων της, η ομάδα «αυτοπροσδιορίζεται» ως «πρωτοβουλία αντίστασης»  στη χυδαία πολιτική εκμετάλλευση της Χριστιανικής πίστης και της Ορθόδοξης παράδοσης. Η συστηματική διαστρέβλωση του χριστιανικού νοήματος, η «εμπορευματοποίηση» της Αγάπης, ο «φυλετικός τεμαχισμός» της Αδελφοσύνης, ακόμη, ακόμη και αυτή η χυδαία εκμετάλλευση του πατριωτικού αισθήματος, γίνονται οι αιτίες και οι αφορμές για έναν «διάλογο αληθείας». Για μία «σύναξη» ανεξάρτητων σκέψεων και πολιτικών πράξεων.

Χρονικά, η εν λόγω ομάδα, έρχεται να συμπράξει (θα έλεγα και να συμπαρασταθεί) στις  δημόσιες αντιδράσεις των (δυστυχώς) ολίγων ιεραρχών της Ορθόδοξης  Εκκλησίας, που με ξεχωριστή γενναιότητα εναντιώθηκαν κατά καιρούς στις εγχώριες «πολιτικές συμμορίες» του νεοναζιστικού τόξου. Ως «κοσμική συνέχεια» αυτών των φωτισμένων Μητροπολιτών (όπως ο Σιατίστης Παύλος, ο Μεσσηνίας Χρυσόστομος, ο Ναυπάκτου Ιερόθεος, ο Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος), τα μέλη της ομάδας, προβάλουν με θαυμαστή νηφαλιότητα, ιστορική θεμελίωση, θεολογική επάρκεια και πολιτική εντιμότητα, τα δικά τους επιχειρήματα απέναντι στο φανατισμό και την μισαλλοδοξία. Έργο, ούτως ή άλλως δύσκολο, που εκ της «φύσεως» του και σε συνθήκες παρατεταμένης πνευματικής σήψης και παρακμής, αποκτά διαστάσεις «κηρύγματος» δημοκρατίας και αλληλοσεβασμού.

Με το «αιχμηρό» και καθ’ όλα ανατρεπτικό Η Αγάπη Έξω Βάλλει Τον Φόβο, τα μέλη της ομάδας, μας προσκαλούν σε ένα κοινό μέτωπο «αγιότητας». Σε μία Χριστιανική Επανάσταση, που θα έλεγε και ο αείμνηστος Νίκος Ψαρουδάκης.

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΡΟΥΔΟΜΕΤΩΦ



Ο θαυματουργός κύριος Νικόλαος Ρουδομέτωφ. Ετούτες οι λέξεις μου ήρθαν αβίαστες στο νου, όταν  - για άλλη μια φορά - αποφάσισα να καταπιαστώ με το έργο αυτού του ανθρώπου. Παλιότερα, είχα χαρακτηρίσει τον κύριο Ρουδομέτωφ ως τον μεγάλο ευεργέτη αυτής της πόλης. Εκτιμώ – και όσο τα χρόνια περνούν από πάνω του ευδόκιμα και καρποφόρα – ότι η τεράστια προσφορά του είναι αδύνατον να περιοριστεί πια στα στενά γεωγραφικά της όρια. Μπορεί η πόλις να τον ακολουθεί κατά τρόπο συναρπαστικό, αλλά το έργο του έχει προ πολλού «σπάσει» τα τοπικά μας σύνορα.

Ο κύριος Νικόλαος Ρουδομέτωφ ανήκει πλέον στους ακριβούς ανθρώπους του παγκόσμιου  πολιτισμού. Στην καθ’ ημάς οικουμένη. Και ως τέτοιον θα πρέπει να του φερόμαστε από τούδε και στο εξής. Όλοι μας!

Την περασμένη Τετάρτη, μου παρέδωσε ο ίδιος το καινούριο βιβλίο του Ιστορικού και Λογοτεχνικού Αρχείου Καβάλας, που αναφέρεται στους Ρώσους «εμιγκρέδες» της Καβάλας. Στις ιστορίες όλων εκείνων που μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του ΄17, κατέβηκαν και εγκαταστάθηκαν στη πόλη μας, ταυτόχρονα σχεδόν με τους Έλληνες πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής.

Ο κύριος Ρουδομέτωφ, απόγονος ό ίδιος αυτού του ξεριζωμού, διηγείται «από πρώτο χέρι» την κάθοδο των χιλιάδων αντρών του ηττημένου Αυτοκρατορικού στρατού, εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στους ελάχιστους «Λευκορώσους» που «επέλεξαν» την Καβάλα ως τον καινούριο τόπο της διαμονής τους.

Τα ιστορικά στοιχεία του βιβλίου είναι εξόχως ελκυστικά. Με έναν μοναδικό τρόπο, ο Νικόλαος  Ρουδομέτωφ, αποφεύγει τις οποιεσδήποτε θεμιτές φορτίσεις μπορεί να προκαλέσει η περιπέτεια της οικογένειας του, και παραδίδει ένα ιστορικό ντοκουμέντο έντονων και γοργών αφηγήσεων. Με «κεντρικό ήρωα» τον πατέρα του Βίκτωρα Νικολάεβιτς Ρουνταμιότωφ, ο συγγραφέας «παρακολουθεί» την μεγάλη έξοδο των «εμιγκρέδων» από την πατρική γη, δίνοντας στους «ανέστιους πλάνητες» του Ρωσικού εμφυλίου, την «ξεχασμένη τους ταυτότητα». Και την ιστορική υπόσταση που τους πρέπει. Χωρίς μελοδραματισμούς, χωρίς υπερβολές, χωρίς «τοποθετήσεις». Γι αυτό και το καινούριο βιβλίο του κυρίου Ρουδομέτωφ είναι τόσο ζωντανό και ειλικρινές. Θα έλεγα και «κρίσιμα διδακτικό» αν το συνδέσω με τα μελλούμενα της Ιστορίας.

Με την έκδοση αυτή του Ιστορικού και Λογοτεχνικού Αρχείου Καβάλας, «φωτίζονται» δεκάδες ανήλιαγες στιγμές από την «μεγάλη πορεία» της πόλης. Στιγμές γεμάτες από βάσανα και πόνο. Στιγμές ανάτασης και δημιουργίας. Στιγμές περισυλλογής και εγκαρτέρησης. Προπάντων, στιγμές συναλληλίας και αλληλεγγύης. Αυτό το τελευταίο, ας το κρατήσουμε καλά μέσα μας. Θα μας χρειαστεί.

Κατά τα άλλα, θερμά σας ευχαριστούμε κύριε Ρουδομέτωφ. Και πάλι…

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΒΑΛΑΣ



Ξεφυλλίζω το πρόγραμμα εκδηλώσεων του Δήμου Καβάλας για τα 100 χρόνια Ελεύθερης Ελληνικής Καβάλας, «παραβλέποντας» το γεγονός ότι μέσα σε αυτή την εκατονταετία της ελληνικότητάς της, η πόλη δυστύχησε να βρεθεί υπό κατοχή ξένων και εγχώριων κατακτητών. Αυτό για να τονίσω το «ακριβές» της Ελευθερίας. Και ας μη θεωρηθεί λεπτομέρεια.

Κατά πως διατείνονται οι διοργανωτές των 100χρονων, οι εκδηλώσεις του δεύτερου κύκλου, είναι αφιερωμένες στους ανθρώπους που τίμησαν, ανέδειξαν και αγάπησαν την ΚαβάλαΣε ανθρώπους που πρόσφεραν ανιδιοτελώς στην τοπική κοινωνία και αγωνίστηκαν με κάθε μέσο και τρόπο για να την στηρίξουν… Θεωρητικώς, ουδεμία αντίρρηση επ’ αυτών. Αρκεί βεβαίως η επιλογή των τιμώμενων προσώπων να είναι «διασφαλισμένη»  από ένα πλαίσιο αντικειμενικότητας και πλουραλισμού.

Ως προς αυτό, οι διοργανωτές  υπήρξαν ιδιαίτερα επιλεκτικοί και… εσωστρεφείς, αφού «κατάφεραν» να εγκλωβίσουν τον κοινωνικό χαρακτήρα της «προσφοράς και της ανιδιοτέλειας» σε γεγονότα και ανθρώπους που ταυτίζονται απόλυτα με την οικονομική ελίτ της πόλης.

Χωρίς να αμφισβητώ την σπουδαιότητα των δωρεών τους - το αντίθετο μάλιστα - νομίζω ότι μέσω αυτής της μονομέρειας, ακυρώνονται «βασικοί κανόνες»… ευεργεσίας. Κυρίως όμως μένει στη αφάνεια το έργο δεκάδων συμπολιτών μας που τυγχάνει να «διαβάζουν» διαφορετικά τας «περί αγάπης» γραφάς και να εκφράζουν την αλληλεγγύη τους με διαφορετικό ήθος και περιεχόμενο. Επ’ αυτού, επιφυλάσσομαι να επανέλθω αν (και όποτε) προκληθώ.

Κι αν όλα τα παραπάνω άπτονται των «πολιτικών μας αναφορών» (άρα και των διαφωνιών μας), τα υπόλοιπα του προγράμματος, άπτονται της… συγχύσεως και της προχειρότητας.

Κατ’ αρχάς, το «στίγμα» του είναι «δυσανάγνωστο» και θολό. Απουσιάζει παντελώς η ταυτότητα και ο ειρμός. Δεκάδες εκδηλώσεις είναι «ξένες» (έως ξεκάρφωτες) σε σχέση με το «θέμα» που καλούνται να εξυπηρετήσουν.  Πολλές από αυτές, παραείναι αφελής και «επιπόλαιες» για να λογίζονται πολιτιστικές. Μη πω και προσβλητικές ως προς την σοβαρότητα και την αξία μιας τέτοιας επετείου. 

Για να γίνω σαφής. Όλες οι θεατρικές παραστάσεις (με μοναδική ίσως εξαίρεση αυτή της ομάδας αποφοίτων του 24ου Δημοτικού Σχολείου), πόρρω απέχουν από τον – υποτιθέμενο – ιστορικό πυρήνα των εκδηλώσεων. Τα μουσικά σχήματα «παίζουν»  ξένες και ελληνικές μουσικές επιτυχίες (ακριβώς έτσι) προς εμπέδωση θαρρώ της… ελευθερίας μας, ενώ ο Κωνσταντίνος Καβάφης «κυκλοφορεί» ως «φιλολογική σφήνα» για λόγους… ανεξερεύνητους. Κάτι παρόμοιο θα ισχύσει και με τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Διονυσίου Σολωμού, που «κάνουν την εμφάνισή» τους από το πουθενά. Εικάζω ως… πρότζεκτ  παλιγγενεσίας.

Μέσα από αυτό το «ιδεολογικό» και αισθητικό χάος (και για το οποίο βεβαίως ουδεμία ευθύνη έχουν αυτοί που συμμετέχουν), «κρατάω»: την εκδήλωση για τους 16 δικηγόρους της Καβάλας και την «αντιστασιακή τους πράξη» στη περίοδο της δικτατορίας, καθώς και τα «μικρά μαθήματα» τοπικής μνήμης και αυτογνωσίας από την Δήμητρα Μαλαμίδου, τον Δημήτρη Αποστολίδη, την Αρετή Κώτση, τον Νικόλαο Ρουδομέτωφ, την Αικατερίνη Τσέκου, τον Νίκο Καραγιαννακίδη και την Χριστίνα Βαμβούρη.

Για όλα τα υπόλοιπα, απλά… καλή σας διασκέδαση!